- χαμερπεῖς
- χαμερπήςcrawling on the groundmasc/fem acc plχαμερπήςcrawling on the groundmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
αλιβάνιστος — η, ο [λιβανίζω] 1. αυτός που δεν λιβανίστηκε, αθύμιαστος, αθυμιάτιστος 2. αυτός που δεν συχνάζει σε εκκλησίες, και κατ’ επέκταση άθρησκος 3. αυτός που δεν τόν κολάκευσαν, δεν τόν περιέβαλαν με δουλόφρονες ή χαμερπείς κολακείες … Dictionary of Greek
βωμολόχος — α, ο (Α βωμολόχος, ον) αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστεία νεοελλ. όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη γλώσσα με αισχρολογίες αρχ. 1. εκείνος που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας 2. όποιος χρησιμοποιεί … Dictionary of Greek